ὀλιγόσπορος

ὀλιγόσπορος
ὀλῐγό-σπορος, ον, = foreg., of persons, Vett.Val.14.23 ; of a part of the zodiac. Heph.Astr.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολιγόσπορος — ὀλιγόσπορος, ον (Α) (για πρόσ.) αυτός που έχει λίγο σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ.λιγο ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόσπορα — ὀλιγόσπορος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόσποροι — ὀλιγόσπορος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”